καρποφορῇ

καρποφορῇ
καρποφορέω
bear fruit
pres subj mp 2nd sg
καρποφορέω
bear fruit
pres ind mp 2nd sg
καρποφορέω
bear fruit
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρποφορώ — (AM καρποφορῶ, έω) [καρποφόρος] 1. παράγω καρπό, είμαι καρποφόρος 2. φέρω αποτέλεσμα, τελεσφορώ («καρποφόρησαν τα λόγια μου») μσν. 1. αποκομίζω καρπούς («ἵνα ὁ ἄνθρωπος τὰς ἐντολὰς κυρίου καρποφορῇ») 2. κερδίζω, αποκτώ μσν. αρχ. κάνω προσφορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”